διαβολογυναίκα

διαβολογυναίκα
η
διαβόλισσα: Πίσω από την επιτυχία του βρίσκεται η διαβολογυναίκα του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… …   Dictionary of Greek

  • διάβολο- — α συνθετικό που στα μεν ουσιαστικά δηλώνει επινοητικότητα, πανουργία ή και ενοχλητική κάπως πραγματικότητα (π.χ. διαβολογυναίκα, διαβολόπαιδο, διαβολόκρυο) στα δε ρήματα ή ρηματικά κάτι ανάλογο με την έννοια τού διάβολος, σατανάς (π.χ.… …   Dictionary of Greek

  • διάβολος — I Κακό και βλαβερό πνεύμα, που εμφανίζεται σε όλες τις θρησκείες και είχε πλούσιες περιγραφές στην κλασική λογοτεχνία, στα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και στα έργα παλαιών χριστιανών συγγραφέων. Η λέξη δ. σημαίνει συκοφάντης και… …   Dictionary of Greek

  • διαβόλισσα — η πανούργα και πανέξυπνη γυναίκα, διαβολογυναίκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”